σκόνισμα

σκόνισμα
το
κάλυψη με σκόνη: Έκλεισε ταπαράθυρα του σπιτιού για ν' αποφύγει το σκόνισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκόνισμα — το, Ν [σκονίζω] το αποτέλεσμα τού σκονίζω, λέρωμα με σκόνη …   Dictionary of Greek

  • σκονισμός — ο, Ν [σκονίζω] 1. το σκόνισμα 2. σκόνη, κονιορτός («μ έτοια αντρειά πορπάτει, / οπού βροντές και σκονισμούς κάνει στο μονοπάτι», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”