- σκόνισμα
- τοκάλυψη με σκόνη: Έκλεισε ταπαράθυρα του σπιτιού για ν' αποφύγει το σκόνισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.